- πεισίβροτος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που πείθει τους ανθρώπους, που τούς κάνει ευπειθείς, υπάκουους («πεισίβροτον βάκτρον» — το σκήπτρο, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις (II), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + βροτός].
Dictionary of Greek. 2013.